Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
1. прил.
1) Педантичный и строго принципиальный, чрезвычайно корректный в отношении с кем-л. или по отношению к чему-л. (о человеке).
2) Требующий осторожного и тактичного отношения; деликатный (о какой-л. ситуации, каком-л. деле).
2. прил. устар.
1) Связанный с торговлей галантерейными и парфюмерными товарами.
2) перен. Занятый лишь внешним, интересующийся только мелочами, пустяками; мелочной.
ЩЕПЕТИЛЬНЫЙ
1. стар. относящийся к нарядам и украшениям; щегольской.
2. То же, что деликатный (во 2 знач.).
Щ. вопрос. Щепетильное поручение.
3. строго, до мелочей последовательный и принципиальный в своих отношениях к чему-нибудь.
1.только·полн.прил., по ·знач. связанное с торговлей галантерейными, парфюмерными товарами (·устар. ). Щепетильные товары. "Всё, чем для прихоти обильной торгует Лондон щепетильный." Пушкин.
2.перен. Мелочной, занятый только внешним, мелочами, пустяками (·пренебр.·устар. ).
3.перен. Педантичный и строго принципиальный, чрезвычайно корректный в отношениях с кем-нибудь или по отношению к чему-нибудь. Щепетильный человек. Он очень щепетилен в денежных делах. Щепетильное отношение.